Με το θάνατο του Γκορμπατσόφ έκλεισε μια εποχή
Κορυφαία μορφή του 20ου αιώνα για τους δυτικούς, υπεύθυνος για την κατάρρευση της ΕΣΣΔ και της οικονομίας για πολλούς Ρώσους
Νίκος Μπουρλάκης Γεωστρατηγική Διεθνή ViralΗ είδηση του θανάτου του Μιχαήλ Γκορμπατσόφ αυτομάτως έφερε στο μυαλό μας ότι έφτασε το τέλος μιας εποχής.
Ο Γκορμπατσόφ ήταν ο τελευταίος ηγέτης της Σοβιετικής Ένωσης, πριν τη διάλυση και τη διάσπασή της. «Έφυγε» στα 91 του χρόνια κι αφού η παρουσία του σηματοδότησε ιστορική στιγμή για τον πλανήτη με την κατάρρευση του κομμουνισμού.
Για τους δυτικούς ο Γκορμπατσόφ θεωρείται «δημοκράτης» ενώ για πλήθος Ρώσων είναι ο «εφιάλτης» που «τελείωσε» την ΕΣΣΔ και οδήγησε τη Ρωσία σε οικονομική κατάρρευση για πολλά χρόνια. Η ουσία είναι ότι το καθεστώς είχε «σαπίσει», δεν είχε μέλλον και ο Γκορμπατσόφ ολοκλήρωσε κάτι που θα γινόταν από μόνο του.
Δεν είναι τυχαίο, άλλωστε, ότι όταν (1996) προσπάθησε να γίνει πρόεδρος της Ρωσίας, καταποντίστηκε κι έλαβε το μήνυμα της αντιπάθειας: Πήρε μόλις 0,5% και κατετάγη 7ος ανάμεσα στους υποψηφίους.
Ως αρχηγός του κράτους της χώρας από το 1988 έως το 1991, διετέλεσε Πρόεδρος του Προεδρείου του Ανώτατου Σοβιέτ από το 1988 έως το 1989, Πρόεδρος του Ανώτατου Σοβιέτ από το 1989 έως το 1990, Γενικός Γραμματέας του Κομμουνιστικού Κόμματος της Σοβιετικής Ένωσης από το 1985 έως το 1991 και Πρόεδρος της Σοβιετικής Ένωσης από το 1990 έως τη διάλυσή της, το 1991.
Ιδεολογικά, ο Γκορμπατσόφ αρχικά προσχώρησε στον μαρξισμό-λενινισμό, αλλά κινήθηκε προς τη σοσιαλδημοκρατία στις αρχές της δεκαετίας του 1990.
Γεννήθηκε στο Πρίβολνογιε σε μια φτωχή αγροτική οικογένεια που είχε ρωσικές και ουκρανικές ρίζες. Μεγαλωμένος με τις αρχές του Ιωσήφ Στάλιν από πολύ μικρή ηλικία λειτουργούσε θεριζοαλωνιστικές μηχανές σε μια κολεκτίβα (συλλογικό αγρόκτημα) πριν ενταχθεί στο Κομμουνιστικό Κόμμα, το οποίο τότε κυβερνούσε τη Σοβιετική Ένωση.
Όταν ακόμα σπούδαζε στο Κρατικό Πανεπιστήμιο της Μόσχας, παντρεύτηκε τη συμφοιτήτριά του, Ράισα Τιταρένκο (1953) πριν καλά- καλά πάρει το πτυχίο του στη Νομική.
Στη συνέχεια εντάχτηκε στην Komsomol και μετά το θάνατο του Στάλιν έγινε θερμός υποστηρικτής των μεταρρυθμίσεων του Νικίτα Χρουστσόφ που είχαν ως στόχο την «αποσταλινοποίηση».
Διορίστηκε Γραμματέας του Κόμματος στην περιφέρεια της Σταυρούπολης το 1970 κι επέβλεψε την κατασκευή της Μεγάλης Διώρυγας το 1978. Τότε επέστρεψε στην Μόσχα ώστε να γίνει Γραμματέας της Κεντρικής Επιτροπής και το 1979 εντάχθηκε στο πολιτικό γραφείο της κυβέρνησης.
Μετά το θάνατο του Λεονίντ Μπρέζνιεφ και τις σύντομες θητείες των Γιούρι Αντρόποφ και Κονσταντίν Τσερνιένκο (που επίσης πέθαναν) ο Γκορμπατσόφ εξελέγη Γενικός Γραμματέας και αρχηγός της κυβέρνησης το 1985.
Τον πρότεινε ο Αντρέι Γκρομίκο και μάλιστα ο Γκορμπατσόφ περίμενε ότι θα συναντούσε πολλές αντιδράσεις. Όμως η άποψη του Γκρομίκο που ήταν παλαιό στέλεχος, είχε ιδιαίτερη βαρύτητα και με το θάνατο του Τσερνιένκο ο 54χρονος (τότε) Γκορμπατσόφ ανέλαβε τα ηνία της αχανούς χώρας.
Δεν ήταν όμως πολλοί εκείνοι που πίστευαν ότι ο νέος ηγέτης θα προχωρούσε σε βαθιές μεταρρυθμίσεις. Δεν ήταν και ιδιαίτερα γνωστός στην Σοβιετική κοινωνία αλλά υπήρχε μεγάλη ανακούφιση από το γεγονός ότι επρόκειτο για έναν άνθρωπο που δεν ήταν ηλικιωμένος και με προβλήματα υγείας (όπως οι δύο προηγούμενοι).
Ο Γκορμπατσόφ είχε τελείως διαφορετικό στυλ από τους προκατόχους του: Σταματούσε στο δρόμο για να μιλήσει με τους πολίτες, απαγόρευε την εμφάνιση του πορτραίτου του στους εορτασμούς στην Κόκκινη Πλατεία και ενθάρρυνε τις ανοιχτές συζητήσεις και την ελευθερία λόγου στις συνεδριάσεις του πολιτικού γραφείου.
Οι δυτικοί θεωρούσαν μετριοπαθή και όχι απειλητικό το νέο ηγέτη της ΕΣΣΔ αν και υπήρχαν αντίθετες απόψεις. Ο Γκορμπατσόφ μιλούσε ανοιχτά για «Πανευρωπαϊκή Συνεργασία» και για «Ευρώπη από τον Ατλαντικό ως τα Ουράλια Όρη» και όπως οι προκάτοχοί του Σοβιετικοί ηγέτες θα ήθελε να αποκοπεί η δυτική Ευρώπη από την επιρροή των ΗΠΑ
Τα πήγε πολύ καλά με την Βρετανία όπως και με την Γαλλία όμως ο τότε Καγκελάριος, Χέλμουτ Κολ είχε χαρακτηρίσει «νέο Γκέμπελς» τον Γκορμπατσόφ. Λίγα χρόνια μετά ο Γερμανός πολιτικός επεσήμανε ότι είχε κάνει λάθος.
Έφτιαξε πολύ καλές σχέσεις με την Κίνα και ο Ντενγκ Ξιάοπινγκ αποδέχθηκε τις οικονομικές του μεταρρυθμίσεις αλλά απέρριψε μετά βδελυγμίας την «δημοκρατικοποίηση».
Φοιτητές που διαδήλωναν υπέρ της δημοκρατίας είχαν συγκεντρωθεί στην πλατεία Τιενανμέν κατά την επίσκεψη του Γκορμπατσόφ, αλλά μετά την αποχώρησή του σφαγιάστηκαν από τα στρατεύματα.
Ο Γκορμπατσόφ δεν καταδίκασε δημόσια τη σφαγή, αλλά ενίσχυσε τη δέσμευσή του να μην χρησιμοποιήσει βίαιη βία για την αντιμετώπιση των διαδηλώσεων υπέρ της δημοκρατίας στο Ανατολικό Μπλοκ
Μετά τις αποτυχίες των προηγούμενων συνομιλιών με τις ΗΠΑ, τον Φεβρουάριο του 1987, ο Γκορμπατσόφ πραγματοποίησε ένα συνέδριο στη Μόσχα, με τίτλο “Για έναν κόσμο χωρίς πυρηνικά όπλα, για την επιβίωση της ανθρωπότητας”, στο οποίο συμμετείχαν διεθνείς προσωπικότητες και πολιτικοί
Σε ό,τι αφορά στις σχέσεις με τις ΗΠΑ;
Τον Δεκέμβριο του 1987 στην Ουάσινγκτον ο Γκορμπατσόφ και ο πρόεδρος των ΗΠΑ, Ρόναλντ Ρίγκαν υπέγραψαν τη συνθήκη για τις πυρηνικές δυνάμεις μέσω βεληνεκούς.
Ο Ρίγκαν και ο Γκορμπατσόφ με τις συζύγους (Νάνσυ και Ράισα, αντίστοιχα) παρευρέθηκαν σε δείπνο στη Σοβιετική Πρεσβεία στην Ουάσιγκτον, 9 Δεκεμβρίου 1987.
Μια δεύτερη σύνοδος κορυφής ΗΠΑ-Σοβιετικής Ένωσης έλαβε χώρα στη Μόσχα τον Μάιο-Ιούνιο του 1988, την οποία ο Γκορμπατσόφ περίμενε να είναι σε μεγάλο βαθμό συμβολική.
Τόσο αυτός όσο και ο Ρίγκαν επέκριναν ο ένας τις χώρες του άλλου. Ο Ρίγκαν έθεσε τους σοβιετικούς περιορισμούς στη θρησκευτική ελευθερία ενώ ο Γκορμπατσόφ υπογράμμισε τη φτώχεια και τις φυλετικές διακρίσεις στις ΗΠΑ
Ο Σοβιετικός ηγέτης υπογράμμισε ότι «μιλούσαν με φιλικούς όρους» .
Κατέληξαν σε συμφωνία σχετικά με την ειδοποίηση μεταξύ τους πριν από τη διεξαγωγή δοκιμών βαλλιστικών πυραύλων και συνήψαν συμφωνίες για τη μεταφορά, την αλιεία και τη ραδιοπλοήγηση.
Στη σύνοδο κορυφής, ο Ρίγκαν είπε στους δημοσιογράφους ότι δεν θεωρούσε πλέον τη Σοβιετική Ένωση «αυτοκρατορία του κακού» και οι δυο τους αποκάλυψαν ότι θεωρούσαν τους εαυτούς τους φίλους.
Η τρίτη σύνοδος κορυφής πραγματοποιήθηκε στη Νέα Υόρκη. Φτάνοντας εκεί, ο Γκορμπατσόφ έδωσε μια ομιλία στη Γενική Συνέλευση των Ηνωμένων Εθνών όπου ανακοίνωσε τη μονομερή μείωση των σοβιετικών ενόπλων δυνάμεων κατά 500.000. ανακοίνωσε επίσης ότι 50.000 στρατιώτες θα αποσυρθούν από την Κεντρική και Ανατολική Ευρώπη.
Κι ενώ υπήρξαν συναντήσεις με τον επόμενο πρόεδρο, Τζορτζ Μπους αν και ο τελευταίος κράτησε πιο «σκληρή» πολιτική από τον Ρίγκαν και μάλιστα απέρριψε την πρόταση του Γκορμπατσόφ για συνάντηση με τον Φιντέλ Κάστρο, τα πράγματα στο εσωτερικό της αχανούς ΕΣΣΔ είχαν αρχίσει να παρουσιάζουν προβλήματα.
Άρχισαν να δημιουργούνται ερωτηματικά σχετικά με τις εθνικότητες όχι μόνο εντός της ΕΣΣΔ αλλά και συνολικά στο ανατολικό μπλοκ.
Οι Κοζάκοι διαδήλωσαν επειδή στην περιφέρειά τους ορίστηκε Ρώσος διοικητής. Στη διοικητική περιφέρεια του Ναγκόρνο- Καραμπάχ ζήτησαν τη μεταφορά τους από την Σοβιετική Σοσιαλιστική Δημοκρατία του Αζερμπαϊτζάν στην αντίστοιχη της Αρμενίας. Είναι ένα θέμα που ακόμα απασχολεί και σας το έχουμε αναφέρει αναλυτικά.
Τελικά ο Γκορμπατσόφ έδωσε περισσότερη αυτονομία αλλά δεν έκανε τη «μεταφορά» αλλά οι Αζέροι και οι Αρμένιοι άρχισαν τις εχθροπραξίες ενώ προβλήματα εμφανίστηκαν και στην Σοβιετική Σοσιαλιστική Δημοκρατία της Γεωργίας.
Την ίδια εποχή στη Βαλτική ξεσηκώθηκαν για ανεξαρτησία οι Λιθουανοί, οι Εσθονοί και οι Λετονοί απαγορεύοντας εγκατάσταση Ρώσων στην περιοχή τους.
Λίγο μετά την επίσκεψή του στην Ανατολική Γερμανία, το καθεστώς διαλύθηκε καθώς επιτράπηκε να περάσουν τον τοίχο προς το δυτικό Βερολίνο.
Το ανατολικό μπλοκ και η Σοβιετική Ένωση κατέρρεαν!
Κι ενώ στην αρχή της θητείας του είχε καταφέρει να απομακρύνει πιθανούς εχθρούς και να στελεχώσει το πολιτικό γραφείο με δικά του πρόσωπα, τον Φεβρουάριο του 1990 τα πράγματα έγινε πολύ δύσκολα γι αυτόν.
Οι αντίπαλοί του συσπειρώθηκαν και ενέτειναν τις επιθέσεις προς το πρόσωπό του. Τον κατηγόρησαν ότι οδηγεί τη χώρα σε αναρχία και ότι «κάνει πλάτες» στις ΗΠΑ.
Ο Γκορμπατσόφ γνώριζε ότι η Κεντρική Επιτροπή μπορούσε ακόμη να τον εκδιώξει από τη θέση του Γενικού Γραμματέα, και έτσι αποφάσισε να αναδιατυπώσει τον ρόλο του αρχηγού της κυβέρνησης σε μια προεδρία από την οποία δεν θα μπορούσε να αφαιρεθεί.
Αποφάσισε ότι οι προεδρικές εκλογές πρέπει να διεξαχθούν από το Κογκρέσο των Λαϊκών Βουλευτών. Επέλεξε αυτό έναντι μιας δημόσιας ψηφοφορίας επειδή πίστευε ότι η τελευταία θα κλιμάκωνε τις εντάσεις και φοβόταν ότι θα μπορούσε να την χάσει.
Εξασφάλισε 1.329 υπέρ έναντι 495 κατά. Επίσης 313 ψήφοι ήταν άκυρες ή απόντες. Ως εκ τούτου, έγινε ο πρώτος εκτελεστικός Πρόεδρος της Σοβιετικής Ένωσης, Στην ίδια συνεδρίαση του Κογκρέσου, παρουσίασε την ιδέα της κατάργησης του άρθρου 6 του σοβιετικού συντάγματος, το οποίο είχε επικυρώσει το Κομμουνιστικό Κόμμα ως το «κυβερνών κόμμα» της Σοβιετικής Ένωσης
Το 1990 άρχισε νέα κρίση που κορυφώθηκε τον Ιανουάριο του 1991 όταν ο Γκορμπατσόφ έστειλε στρατεύματα στο Βίλνιους για να απαντήσει στους διαδηλωτές που απαιτούσαν ανεξάρτητη Λιθουανία. Στην Ρωσία απαίτησαν την παραίτηση του Γκορμπατσόφ με πρώτο και καλύτερο τον Μπόρις Γέλτσιν.
Εκδηλώθηκε πραξικόπημα τον Αύγουστο προκειμένου να ανατραπεί το καθεστώς αλλά η κατάσταση σώθηκε χάρη στον Γέλτσιν και τους χιλιάδες υποστηρικτές του. Κάπου εκεί έφτανε και το τέλος. Ο Γκορμπατσόφ παραιτήθηκε και ο Γέλτσιν ανακοίνωσε το τέλος της δράσης του Κομμουνιστικού Κόμματος.
Αν και αφοσιωμένος στη διατήρηση του σοβιετικού κράτους και των σοσιαλιστικών ιδανικών του, ο Γκορμπατσόφ πίστευε ότι ήταν απαραίτητη σημαντική μεταρρύθμιση, ιδιαίτερα μετά την καταστροφή του Τσερνομπίλ το 1986.
Εσωτερικά, η πολιτική του glasnost («διαφάνεια») επέτρεψε την ενίσχυση της ελευθερίας του λόγου και του τύπου, ενώ η perestroika («αναδιάρθρωση») προσπάθησε να αποκεντρώσει τη λήψη οικονομικών αποφάσεων για τη βελτίωση της αποτελεσματικότητας.
Τα μέτρα εκδημοκρατισμού του και η συγκρότηση του εκλεγμένου Κογκρέσου των Λαϊκών Βουλευτών υπονόμευσαν το μονοκομματικό κράτος.
Ο Γκορμπατσόφ αρνήθηκε να επέμβει στρατιωτικά όταν διάφορες χώρες του Ανατολικού Μπλοκ εγκατέλειψαν τη μαρξιστική-λενινιστική διακυβέρνηση το 1989-1990. Αφού άφησε τα καθήκοντά του, ίδρυσε το Ίδρυμα Γκορμπατσόφ, έγινε ένθερμος επικριτής των Ρώσων προέδρων Μπόρις Γέλτσιν και Βλαντιμίρ Πούτιν και έκανε εκστρατεία υπέρ του σοσιαλδημοκρατικού κινήματος της Ρωσίας.
Μάλιστα υπάρχει και μια ιστορία.
Τον Ιούνιο του 1996 είχαν προγραμματιστεί οι προεδρικές εκλογές στην Ρωσία και παρότι η σύζυγός του και ο στενός του κύκλος τον προέτρεψαν να μην το κάνει, ο ίδιος αποφάσισε να θέσει υποψηφιότητα.
Μισούσε την ιδέα ότι οι εκλογές θα οδηγούσαν σε δεύτερο γύρο μεταξύ του Γέλτσιν και του Γκενάντι Ζιουγκάνοφ, του υποψηφίου του Κομμουνιστικού Κόμματος της Ρωσικής Ομοσπονδίας τον οποίο ο Γιέλτσιν θεωρούσε σταλινικό σκληροπυρηνικό.
Ποτέ δεν περίμενε να κερδίσει εντελώς, αλλά σκέφτηκε ότι ένα κεντρώο μπλοκ θα μπορούσε να δημιουργηθεί γύρω από τον εαυτό του ή έναν από τους άλλους υποψηφίους με παρόμοιες απόψεις
Αφού εξασφάλισε τις απαραίτητες ένα εκατομμύριο υπογραφές, ανακοίνωσε την υποψηφιότητά του τον Μάρτιο. Ταξίδεψε σε όλη τη Ρωσία αλλά αντιμετώπισα επανειλημμένα διαδηλωτές εναντίον του. Κάποιοι τοπικοί αξιωματούχοι προσκείμενοι στον Γέλτσιν απαγόρευσαν στα Μέσα της περιοχής να καλύψουν την ομιλία του ενώ του απαγόρευαν την πρόσβαση σε χώρους εκδηλώσεων.
Στις εκλογές, ο Γκορμπατσόφ ήρθε έβδομος με περίπου 386.000 ψήφους, κάτι σαν το 0,5% του συνόλου.
Ίσως εκεί να κατάλαβε και το τέλος της πολιτικής του σταδιοδρομίας. Ήταν ο 8ος και τελευταίος ηγέτης της Σοβιετικής Ένωσης
Οι απόψεις για την «κληρονομιά» του Γκορμπατσόφ διίστανται.
Σύμφωνα με έρευνα του 2017 που πραγματοποιήθηκε από το ανεξάρτητο ινστιτούτο Levada Center, το 46% των Ρώσων πολιτών έχει αρνητική γνώμη για τον Γκορμπατσόφ, το 30% είναι αδιάφορο, ενώ μόνο το 15% έχει θετική γνώμη.
Πολλοί, ιδιαίτερα στις δυτικές χώρες, τον βλέπουν ως τον μεγαλύτερο πολιτικό του δεύτερου μισού του 20ού αιώνα. Το περιοδικό ΤΙΜΕ στάθηκε στην «Gorbymania» των δυτικών χωρών κατά τη δεκαετία του ’80 και στις αρχές των ‘90ς και τον αποκάλεσε «άνθρωπο της δεκαετίας».
Στη Σοβιετική Ένωση, οι δημοσκοπήσεις έδειξαν ότι ο Γκορμπατσόφ ήταν ο πιο δημοφιλής πολιτικός από το 1985 έως τα τέλη του 1989
Για τους εγχώριους υποστηρικτές του, ο Γκορμπατσόφ θεωρήθηκε ως ένας μεταρρυθμιστής που προσπαθούσε να εκσυγχρονίσει τη Σοβιετική Ένωση και να οικοδομήσει μια μορφή δημοκρατικού σοσιαλισμού.