Το Μαύρο ’97: Η ταπεινωτική συνθηκολόγηση για την Ελλάδα, οι Τούρκοι έφτασαν μια ανάσα από την Αθήνα
Το παρασκήνιο από τον Ελληνοτουρκικό Πόλεμο του 1897 ή «Ατυχή Πόλεμο» όπως έγινε γνωστός
Νίκος Μπουρλάκης Ένοπλες Δυνάμεις Ελληνοτουρκικά Γεωστρατηγική ViralΗ Ελλάδα υπέστη μεγάλα δεινά μετά την ήττα της στον πόλεμο με τους Οθωμανούς το 1897 που δεν ήταν νικηφόρος.
Και μάλιστα η Ελλάδα κατόπιν παρέμβασης των μεγάλων ευρωπαϊκών δυνάμεων και της Ρωσίας, αναγκάστηκε να δώσει ένα μικρό κομμάτι της Θεσσαλίας στην Τουρκία αλλά κι ένα τεράστιο ποσό ως αποζημίωση.
Η ελληνική κυβέρνηση του Δημητρίου Ράλλη για να πληρώσει το ποσό αυτό υποχρεώθηκε να παραχωρήσει στην Επιτροπή του Διεθνούς Οικονομικού Ελέγχου όλες τις θεωρούμενες επαρκείς προσόδους για αποζημίωση.
Για την εξόφληση του δημόσιου χρέους εκχωρήθηκαν στην ΕΔΟΕ τα μονοπώλια άλατος, πετρελαίου, σπίρτων, παιγνιόχαρτων, τσιγαρόχαρτου, ναξίας σμύριδος, ο φόρος κατανάλωσης καπνού, τα τέλη χαρτοσήμου και οι δασμοί του τελωνείου Πειραιώς.
Η συνθηκολόγηση αυτή θα μπορούσε να χαρακτηριστεί ως ταπεινωτική για τους Έλληνες και το ελληνικό έθνος, αφού έχασαν προσωρινά (μέχρι το 1908) ορισμένες από τις ελευθερίες για τις οποίες αγωνίστηκαν κατά τη διάρκεια της Επανάστασης.
Άμεση αφορμή για τον πόλεμο ήταν το Κρητικό Ζήτημα καθώς η πλειοψηφία στην οθωμανική επαρχία της Κρήτης ήθελε την ένωση με την Ελλάδα.
Αυτή ήταν η πρώτη πολεμική προσπάθεια στην οποία δοκιμάστηκε το στρατιωτικό και πολιτικό προσωπικό της Ελλάδας μετά την Επανάσταση του 1821 και την πτώχευσή της τον Δεκέμβριο του 1893.
Ο πόλεμος αυτός κατέληξε σε ήττα της Ελλάδας και στην υποβολή της σε διεθνή οικονομικό έλεγχο ύστερα από απαίτηση της Γερμανίας. Παρά την ήττα, όμως, η Ελλάδα δικαιώθηκε καθώς ένα χρόνο αργότερα ιδρύθηκε η αυτόνομη Κρητική Πολιτεία υπό οθωμανική επικυριαρχία. Ήταν το πρώτο βήμα.
Στάθηκε η αιτία να παραμείνει η ελληνική κυβέρνηση σθεναρά ανυποχώρητη στην απόφασή της για ενίσχυση του στρατού μη σκεπτόμενη των όποιων οικονομικών συνεπειών, με δεδομένη την από τετραετίας (19 Δεκεμβρίου 1893), κήρυξη πτώχευσης του Χ. Τρικούπη, καθώς ακόμα και των απειλών των Μεγάλων Δυνάμεων περί επιβολής ναυτικών αποκλεισμών.
Το αποτέλεσμα αυτής της απόφασης ήταν η άμεση προετοιμασία και ανταπόκριση της Ελλάδας στους Βαλκανικούς πολέμους που κατέληξαν τουλάχιστον για την ίδια νικηφόροι.
Παρά τη διακοίνωση των Μεγάλων Δυνάμεων ότι όποιος και αν θα είναι ο νικητής της επαπειλούμενης σύρραξης δεν θα του αναγνωριζόταν «κανένα εδαφικό όφελος» τελικά ο πόλεμος άρχισε στις 18 Απριλίου 1897 (με το νέο ημερολόγιο, 6 Απριλίου με το παλαιό) κι έληξε με την ανακωχή κατόπιν της παρέμβασης των Μεγάλων Δυνάμεων,
Η Τουρκία είχε ήδη καταλάβει τη Θεσσαλία κι απειλούσε να «κατέβει» ακόμα περισσότερο και να φτάσει στην Αθήνα, αφού ο ελληνικός στρατός είχε ηττηθεί.
Στις 4 Δεκεμβρίου υπογράφηκε η τελική Συνθήκη ανακωχής. Η Ελλάδα ήταν ηττημένη και ταπεινωμένη όπως περιγράψαμε παραπάνω.
Όλα άρχισαν από τις ταραχές στην Κρήτη και βέβαια η δημαγωγία στην ελληνική πολιτική σκηνή έδινε κι έπαιρνε. Η αντιπολίτευση του Δημητρίου Ράλλη είχε κάνει «σημαία» μια τέτοια ρητορική απέναντι στην Κυβέρνηση Θεόδωρου Δηλιγιάννη και μάλιστα είχε δηλώσει κατά τη συνεδρίαση της Βουλής:
«Εάν η μοίρα κατεδίκασε την Ελλάδα να υποστή εκ νέου την πολιτική της κυβερνήσεως του Θεοδώρου Δηλιγιάννη, οίαν υπέστη κατά το παρελθόν, ήθελον τεθή επικεφαλής όπως υψώσω την σημαίαν της επαναστάσεως κατά του καθεστώτος το οποίον εις ουδέν έτερο συντελεί ή να ζημιοί τα εθνικά συμφέροντα»!
Αυτό ώθησε τον όχλο σε καθημερινές συγκεντρώσεις με διαμαρτυρίες κατά του Βασιλιά και της κυβέρνησης. Η δημαγωγία συνεχίστηκε με διασπορά πληροφοριών περί πολιτική υποτέλειας στην Αγγλία από την Κυβέρνηση κάτι που φαινόταν από την απροθυμία της να φανεί ενεργή υπέρ του Κρητικού Αγώνα.
Τα πράγματα είχαν αρχίσει να γίνονται επικίνδυνα. Πολύ δε περισσότερο όταν ιδρύθηκε ένα σωματείο που ανέπτυξε ιδιαίτερη δυναμική.
Πρόκειται για τη διαβόητη Εθνική Εταιρεία, η οποία, με πολυάριθμους οπαδούς στο στρατό, στον πνευματικό χώρο, στο δικαστικό σώμα και στις εφημερίδες άρχισε να επηρεάζει τα δρώμενα.
Είχε, μάλιστα, αποκτήσει τέτοια δύναμη ώστε να επηρεάζει ακόμα και το στρατό και μάλιστα με την αξίωση να ρυθμίζει αυτή την εσωτερική και εξωτερική πολιτική της χώρας, με απώτερο σκοπό τον πόλεμο με την Οθωμανική Αυτοκρατορία.
Όπως γίνεται ακόμα περισσότερο αντιληπτό, η κατάσταση στην Ελλάδα είχε ξεφύγει τελείως με φτηνό «πατριωτισμό» και προσωπική μικροπολιτική σε βάρος του λαού και του Έθνους.
Δεν ήταν η πρώτη φορά, δυστυχώς και ούτε θα ήταν η τελευταία.
Απέναντι σε αυτή την πίεση και όταν έφτασαν οι πληροφορίες για τη σφαγή των Χανίων αμέσως αποφασίστηκε η αποστολή πολεμικών πλοίων στην Κρήτη, υπό την ηγεσία του δευτερότοκου γιού του Βασιλιά, Πρίγκιπα Γεωργίου.
Η εντολή ήταν σαφής: Παρεμπόδιση κάθε περαιτέρω αποβίβασης τουρκικών δυνάμεων στη Μεγαλόνησο.
Όμως στην Ελλάδα συνεχιζόταν η ίδια κατάσταση. Πλέον η αντιπολίτευση κατηγορούσε ανοιχτά την κυβέρνηση ότι δεν είχε δώσει εντολή για βομβαρδισμό!
Έτσι η πίεση για αποστολή στρατού άρχισε να φουντώνει. Ο πρωθυπουργός Δηλιγιάννης υπέκυψε και ζήτησε επίσημα από το βασιλέα Γεώργιο την αποστολή εκστρατευτικού σώματος, παρόλο ότι αυτό ισοδυναμούσε με πρόκληση πολέμου. Ο Βασιλιάς αντιστάθηκε στο αίτημα αυτό, χαρακτηρίζοντας μια τέτοια επιχείρηση στρατού άνευ διεθνούς κάλυψης ως «ληστοπραξία».
Ο Δηλιγιάννης όμως, φοβούμενος λαϊκή εξέγερση σε περίπτωση ματαίωσης της αποστολής, επέμεινε και τελικά αποφασίσθηκε η αποστολή μικτού αποσπάσματος από δύο τάγματα πεζικού, ένα λόχο ευζώνων, ένα τάγμα μηχανικού και μια ορειβατική πυροβολαρχία, υπό τη διοίκηση του συνταγματάρχη Τιμολέοντα Βάσσου.
Σκοπός του αποσπάσματος ήταν να προβεί σε κατοχή του νησιού, δημιουργώντας έτσι τετελεσμένο γεγονός για την ένωση με την Ελλάδα, για να προλάβει τη σχεδιαζόμενη διεθνή κατοχή και αυτονόμηση της Κρήτης
Στις 7 Φεβρουαρίου άρχισε την επίθεσή του κατά του Πύργου των Βουκολιών, και καταφέρνοντας την επομένη περίλαμπρη νίκη.
Ο λαός πανηγύριζε αυτή την ενέργεια της Κυβέρνησης. Όμως τα πρώτα άσχημα μαντάτα άρχισαν να φτάνουν.
Στις 18 Φεβρουαρίου/2 Μαρτίου 1897, οι Μεγάλες Δυνάμεις επέδωσαν στην ελληνική κυβέρνηση διακοίνωση, με την οποία κατέστησαν γνωστή την απόφασή τους να παραχωρήσουν στην Κρήτη καθεστώς αυτονομίας, υπό την υψηλή κυριαρχία (επικυριαρχία) του Σουλτάνου, αφού απέκλεισαν την ένωσή της με την Ελλάδα.
Για να τεθούν οι προϋποθέσεις της αυτονομίας (της οποίας οι λεπτομέρειες δεν είχαν συμφωνηθεί ακόμη), έθεταν προθεσμία 6 ημερών προκειμένου η Ελλάδα ν’ ανακαλέσει το εκστρατευτικό της σώμα από την Κρήτη, ενώ τα τουρκικά στρατεύματα θα μειώνονταν και θα περιορίζονταν στα φρούρια.
Η Υψηλή Πύλη συμφώνησε προς τη λύση αυτή, η ελληνική κυβέρνηση όμως την απέρριψε. Στη φάση αυτή η ελληνική κυβέρνηση, κάτω από την πίεση της αντιπολίτευσης και της εκτεταμένης δράσης της Εθνικής Εταιρείας που υποκινούσαν οχλοκρατικές εκδηλώσεις στους δρόμους της Αθήνας, αλληλοκατηγορούμενοι οι πάντες για «εσχάτη προδοσία» αν η Κρήτη αυτονομείτο, αντέκρουσε τη διακοίνωση ζητώντας τη διεξαγωγή δημοψηφίσματος των Κρητών, προκειμένου ν’ αποφασίσουν οι ίδιοι
Όμως οι Μεγάλες Δυνάμεις δε συμφωνούσαν στον τρόπο με τον οποίο λειτουργούσε η Ελλάδα! Η Αγγλία και η Ιταλία ήταν πιο δεκτικές σε αυτονομία υπό τον πρίγκιπα Γεώργιο της Ελλάδας, αλλά η Γερμανία, που επιθυμούσε την ανατροπή του βασιλιά της Ελλάδας ως αγγλόφιλου και την αντικατάστασή του με το γερμανόφιλο Διάδοχο Κωνσταντίνο, ήταν βασική ενάντιος κάθε συμβιβασμού. Μαζί της συμπαρατάσσονταν η Ρωσία και η Αυστρία.
Η άρνηση της Ελλάδας να αποδεχτεί την πρόταση των Μεγάλων Δυνάμεων ήταν ο πρόδρομος του κακού που θα ακολουθούσε.
Θα ήταν μόνη της απέναντι στους Οθωμανούς αλλά και στις Μεγάλες Δυνάμεις, έχοντας ένα στρατό που δεν βρισκόταν σε επαρκή κατάσταση ετοιμότητας ενώ τα οικονομικά ήταν σε μαύρα χάλια. Δεν είχαν περάσει πολλά χρόνια όπου ο Χαρίλαος Τρικούπης είχε πει το «ΔΥΣΤΥΧΩΣ ΕΠΤΩΣΕΥΣΑΜΕΝ»!
Η Ελλάδα κήρυξε γενική επιστράτευση στις 18 Φεβρουαρίου, μετά την πρόταση των Μεγαλων Δυνάμεων που δεν την ικανοποίησε.
Το ίδιο έκαναν και οι Τούρκοι.
Το 1897 η ελληνοοθωμανική μεθόριος στη Θεσσαλία βρισκόταν στις ΝΑ προσβάσεις του Ολύμπου και στις νότιες προσβάσεις των Χασίων σχηματίζοντας ένα Υ με τη βάση του μεταξύ των χωριών Γκρίζανος και Ζάρκος, όπως αυτή είχε προσδιοριστεί από την Επιτροπή Καθορισμού Ελληνοοθωμανικών Συνόρων (Θεσσαλίας – Ηπείρου).
Ο ποταμός Πηνειός αποτελούσε για τον Τούρκο Διοικητή προγεφύρωμα για την εκδίωξη των Ελλήνων.
Η σύνθεση της τότε ελληνικής μεραρχίας περιελάμβανε:
2 ταξιαρχίες, συγκροτούμενη έκαστη από 2 συντάγματα πεζικού.
4 ανεξάρτητα τάγματα ευζώνων.
1 σύνταγμα πυροβολικού.
1 σύνταγμα ιππικού
2 λόχους μηχανικού.
Η σύνθεση της τότε τουρκικής μεραρχίας ήταν:
15-18 τάγματα πεζικού, δηλαδή από 5-6 συντάγματα περίπου
3-6 πεδινές πυροβολαρχίες
1 σύνταγμα ιππικού (16 ίλες και 3 έφιππες πυροβολαρχίες).
Την ίδια στιγμή περίπου 2.500-3.000 άτακτοι εισέβαλαν στην οθωμανική Μακεδονία καθώς είχαν οργανωθεί από την Εθνική Εταιρεία. Η δράση τους κράτησε μόλις 4 μέρες καθώς κατεστάλη από τα τουρκικά αποσπάσματα.
Η εισβολή των ατάκτων προκάλεσε την οργή των ευρωπαϊκών κυβερνήσεων οι οποίες την χαρακτήρισαν ανειλικρινή ενέργεια και έδωσε στην Οθωμανική αυτοκρατορία την αφορμή πολέμου που αναζητούσε.
Τη νύκτα της 16ης προς 17η του μηνός, η Οθωμανική Αυτοκρατορία κατηγόρησε την Ελλάδα για κατάληψη υψωμάτων στις περιοχές Ανάληψη και Παδίκα. Στις 17 Απριλίου το Σουλτανικό υπουργικό συμβούλιο και ο Σουλτάνος αποφάσισαν τελικά να διατάξουν τις μεσημβρινές ώρες τον οθωμανικό στρατό ν’ απωθήσει τις τελευταίες καταλήψεις των Ελλήνων και να περάσει στην επίθεση.
Το ίδιο βράδυ κλήθηκε ο Έλληνας πρεσβευτής στη Κωνσταντινούπολη Ν. Μαυροκορδάτος από τον υπουργό Εξωτερικών, τον Τουρχάν Πασά, πρώην Βαλή της Κρήτης, ο οποίος επιστρέφοντας το διαβατήριό του, επέδωσε διακοίνωση διακοπής των διπλωματικών σχέσεων μεταξύ των δύο χωρών «ένεκα αρξαμένων υπό της Ελλάδος εχθροπραξιών κατά της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας».
Το Ελληνικό υπουργείο Εξωτερικών αμέσως μετά την επίδοση προέβη σε έντονη διαμαρτυρία ότι «η Ελλάς όχι μόνο δεν προέβη σε πράξεις εχθρότητας, αλλά απεναντίας και υπέστη τις τελευταίες ημέρες επί πλείστων σημείων της οροθετικής γραμμής αλλεπάλληλες επιθέσεις του τουρκικού στρατού»
Στην ουσία έχουμε να κάνουμε με έναν ακήρυχτο πόλεμο καθώς δεν τον είχαν κηρύξει ούτε η Ελλάδα ούτε η Οθωμανική Αυτοκρατορία.
Στην Ελλάδα επικρατούσε ενθουσιασμός αλλά τα πράγματα δεν ήταν ακριβώς έτσι. Το ελληνικό μέτωπο κατέρρευσε στις 15 Μαϊου και οι Μεγάλες Δυνάμεις σταμάτησαν τους Τούρκους που είχαν καταλάβει τη Θεσσαλία και θα μπορούσαν να κατέβουν ακόμα παρακάτω.
Ο πανικός και ο φόβος είχαν διαδεχτεί τον ενθουσιασμό. Η ταπεινωτική ήττα έγινε ακόμα βαρύτερη υπό τους όρους της ανακωχής. Η Ελλάδα (όπως προαναφέραμε) πλήρωσε τεράστια αποζημίωση στην Οθωμανική Αυτοκρατορία και ταυτόχρονα πέρασε στον έλεγχο των Μεγάλων Δυνάμεων που πλέον κατηύθυναν τα πάντα στη χώρα.
Οι Βαλκανικοί Πόλεμοι που ακολούθησαν ανέβασαν τη φρόνημα των Ελλήνων αλλά το Μαύρο ’97 ή Ατυχής Πόλεμος παραμένει μια από τις πλέον ταπεινωτικές στιγμές στη σύγχρονη Ελληνική Ιστορία.
ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΕΠΙΣΗΣ
Ιωάννης Μεταξάς: Το πρώτο «όχι» ήταν στη μικρασιατική εκστρατεία
Κολοκοτρώνης: Το «δίζυγον πυρ» που αποδεκάτισε τους Τούρκους
Συνθήκη Σεβρών: Το χαμένο όνειρο της Μεγάλης Ελλάδας, το τέλος της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας