Τουρκία: Το πραξικόπημα του 1980 και ο ρόλος των Αμερικάνων
Περίπου 650 χιλιάδες συλλήψεις, 50 εκτελέσεις, χιλιάδες αγνοούμενοι και φρικτά βασανιστήρια. Ποιος ο ρόλος των ΗΠΑ;
Νίκος Μπουρλάκης Ένοπλες Δυνάμεις Ελληνοτουρκικά Γεωστρατηγική Διεθνή ViralΤο πραξικόπημα στην Τουρκία το 1980 υπό τον Αρχηγό του Γενικού Επιτελείου Στρατού, Κενάν Εβρέν ήταν αποτέλεσμα της πολιτικής αστάθειας στη χώρα.
Για την Τουρκία ήταν το τρίτο πραξικόπημα στην ιστορία της από το 1923 και μετά. Προηγήθηκαν εκείνο του 1960 αλλά και του 1971 (με μνημόνιο).
Τι ακριβώς προηγήθηκε; Κατά την περίοδο του Ψυχρού Πολέμου, η χώρα ζούσε σε μια παράξενη και βίαιη κατάσταση. Τα επεισόδια ανάμεσα σε ακροαριστερούς, ακροδεξιούς (Γκρίζους Λύκους), ισλαμιστές και των δυνάμεων του Κράτους ήταν καθημερινό φαινόμενο.
Η αλήθεια είναι ότι μετά το πραξικόπημα στην Τουρκία τα φαινόμενα βίας περιορίστηκαν σημαντικά και απότομα και για το λόγο αυτό υπήρξε μια αίσθηση ότι αποκαταστάθηκε η τάξη. Το καθεστώς εκτέλεσε άμεσα 50 άτομα και συνέλαβε 500 χιλιάδες (!) εκ των οποίων εκατοντάδες πέθαναν στη φυλακή.
Μέχρι το 1983, οι Ένοπλες Δυνάμεις της Τουρκίας κυβέρνησαν τη χώρα μέχρι να φτάσουμε στις πρώτες γενικές εκλογές. Στο διάστημα αυτό εντατικοποιήθηκε ο τουρκικός εθνικισμός ενώ απαγορεύτηκε η κουρδική γλώσσα. Η Τουρκία επέστρεψε στη Δημοκρατία πλήρως, το 1989.
Τι προηγήθηκε;
Η δεκαετία του ’70 στην Τουρκία χαρακτηρίστηκε από πολιτική αναταραχή και βία. Το σύστημα αναλογικής εκπροσώπησης είχε δυσκολέψει οποιοδήποτε κόμμα να πετύχει κοινοβουλευτική πλειοψηφία.
Υπήρξε σύγκρουση συμφερόντων ανάμεσα στη βιομηχανική αστική τάξη (που κυριαρχούσε) και στους μικρότερους βιομήχανους κι εμπόρους αλλά και γαιοκτήμονες.
Πολλές μεταρρυθμίσεις που επεδίωκαν τμήματα των μεσαίων στρωμάτων, εμποδίστηκαν. Μέχρι το τέλος της δεκαετίας του ’70 η Τουρκία βρισκόταν σε ασταθή κατάσταση, με άλυτα κοινωνικά και οικονομικά θέματα κι αντιμέτωπη με απεργιακές κινητοποιήσεις και γενικότερη παράλυση της πολιτικής.
Η Μεγάλη Εθνοσυνέλευση της Τουρκίας δεν κατάφερε να εκλέξει πρόεδρο κατά τους έξι μήνες που προηγήθηκαν του πραξικοπήματος.
Και φτάνουμε στο 1975 όταν ο Σουλεϊμάν Ντεμιρέλ, ηγέτης του συντηρητικού Κόμματος της Δικαιοσύνης διαδέχτηκε στην πρωθυπουργία τον Μπουλέντ Ετσεβίτ.
Ο Ντεμιρέλ συνασπίστηκε με το Εθνικιστικό Μέτωπο, το Κόμμα Εθνικής Σωτηρίας, ένα ισλαμικό κόμμα (υπό τον Νετζμετίν Ερμπακάν) και το ακροδεξιό Εθνικιστικό Κίνημα του Αλπαρσλάν Τουρκές.
Οι τελευταίοι βρήκαν την ευκαιρία να διεισδύσουν στις υπηρεσίες κρατικής ασφάλειας κάτι που επιδείνωσε τη διαμάχη ανάμεσα στις αντίπαλες φατρίες. Η βία αυξανόταν και οι πολιτικοί έδειχναν ανίκανοι να την ανακόψουν.
Οι εκλογές του 1977 στην Τουρκία δεν είχαν νικητή και η αστάθεια συνεχίστηκε!
Ο Ντεμιρέλ συνέχισε το συνασπισμό με το Εθνικιστικό Μέτωπο αλλά το 1978 ο Ετσεβίτ επέστρεψε στην εξουσία με τη βοήθεια βουλευτών που είχαν μετακινηθεί από το ένα κόμμα στο άλλο.
Η αστάθεια συνεχίστηκε καθώς το 1979 ο Ντεμιρέλ επανήλθε στην εξουσία! Τότε η βία ξεπέρασε κάθε προηγούμενο και υπολογίζεται ότι ο συνολικός αριθμός των νεκρών, έφτασε στις 5 χιλιάδες κατά τη δεκαετία του ’70. Περίπου δέκα νεκροί την ημέρα!
Οι περισσότεροι ήταν μέλη αριστερών και δεξιών πολιτικών οργανώσεων, που στη συνέχεια συμμετείχαν σε σκληρές μάχες.
Οι Γκρίζοι Λύκοι αλλά και η οργάνωση νεολαίας του Εθνικιστικού Κινήματος ισχυρίστηκαν ότι βρίσκονταν στο πλευρό των δυνάμεων ασφαλείας!
Ξεχώρισαν η σφαγή της πλατείας Ταξίμ το 1977, η σφαγή του Μπαχτσελίεβλ του 1978 και η σφαγή του Μαράς το 1978. Μετά τη σφαγή του Μαράς, ο στρατιωτικός νόμος κηρύχθηκε σε 14 από τις (τότε) 67 επαρχίες τον Δεκέμβριο του 1978. Μέχρι τη στιγμή του πραξικοπήματος, είχε επεκταθεί σε 20 επαρχίες.
Ο Ετσεβίτ έλαβε την προειδοποίηση για το επερχόμενο πραξικόπημα τον Ιούνιο του 1979 από τον επικεφαλής της Εθνικής Οργάνωσης Πληροφοριών.
Στις 11 Σεπτεμβρίου 1979, ο στρατηγός Κενάν Εβρέν διέταξε μια χειρόγραφη έκθεση για το αν ήταν απαραίτητο ένα πραξικόπημα ή αν χρειαζόταν απλώς μια προειδοποίηση στην Κυβέρνηση. Η έκθεση παραδόθηκε σε έξι μήνες.
Στις 21 Δεκεμβρίου, οι στρατηγοί της Ακαδημίας Πολέμου συνήλθαν για να αποφασίσουν την πορεία δράσης. Το πρόσχημα για το πραξικόπημα ήταν να τεθεί τέλος στις κοινωνικές συγκρούσεις της δεκαετίας του 1970, καθώς και στην κοινοβουλευτική αστάθεια. Αποφάσισαν να εκδώσουν στους αρχηγούς των κομμάτων ένα υπόμνημα μέσω του προέδρου, Φαχρί Κορουτούρκ.
Μια δεύτερη έκθεση που υποβλήθηκε τον Μάρτιο του 1980, συνιστούσε δράση πραξικοπήματος χωρίς χρονοτριβή διαφορετικά «οι φοβισμένοι κατώτεροι αξιωματικοί θα μπορούσαν να μπουν στον πειρασμό να πάρουν την κατάσταση στα χέρια τους».
Το πραξικόπημα σχεδιαζόταν να πραγματοποιηθεί στις 11 Ιουλίου 1980, αλλά αναβλήθηκε μετά την απόρριψη της πρότασης να τεθεί η κυβέρνηση του Ντεμιρέλ σε ψήφο εμπιστοσύνης στις 2 Ιουλίου.
Ακολούθως προτάθηκε η 12η Σεπτεμβρίου όταν και τελικά ο Κενάν Εβρέν κήρυξε το πραξικόπημα στο εθνικό κανάλι. Στη συνέχεια επέκτεινε το στρατιωτικό νόμο σε όλη την Τουρκία, κατήργησε την Βουλή και την Κυβέρνηση, ανέστειλε το Σύνταγμα και απαγόρευσε τα πολιτικά κόμματα και τα συνδικάτα.
Επικαλέστηκαν την κεμαλική παράδοση της κρατικής ανεξιθρησκίας και της ενότητας του έθνους, που είχε ήδη δικαιολογήσει τα προηγούμενα πραξικοπήματα, και παρουσιάστηκαν ως αντίθετοι στον κομμουνισμό, τον φασισμό, τον αυτονομισμό και τον θρησκευτικό σεχταρισμό.
Στην Τουρκία έμαθαν για το πραξικόπημα στις 4.30 τα ξημερώματα μέσω του κρατικού ραδιοφώνου.
Σύμφωνα με τη μετάδοση των Ενόπλων Δυνάμεων, το πραξικόπημα ήταν απαραίτητο για να σωθεί η Τουρκική Δημοκρατία από τον πολιτικό κατακερματισμό, τη βία και την οικονομική κατάρρευση που δημιουργήθηκε από την πολιτική κακοδιαχείριση. Ο Κενάν Εβρέν διορίστηκε επικεφαλής του Συμβουλίου Εθνικής Ασφάλειας.
Στις επόμενες ημέρες συνελήφθηκαν όλοι οι ηγέτες των πολιτικών κομμάτων. Οι απεργίες ήταν παράνομες. Οι Δήμαρχοι και οι τοπικοί διοικητές αντικαταστάθηκαν από στρατιωτικό προσωπικό. Απαγορεύτηκε η κυκλοφορία τα βράδια όπως και η έξοδος από τη χώρα. Μέχρι το τέλος του 1982 υπολογίζεται ότι είχαν φυλακιστεί 120 χιλιάδες άτομα!
Ένα από τα ορατά αποτελέσματα του πραξικοπήματος ήταν στην οικονομία. Μέχρι την κήρυξη του στρατιωτικού νόμου η Τουρκία είχε τριψήφιο νούμερο στον πληθωρισμό και βρισκόταν στα πρόθυρα κατάρρευσης.
Υπήρχε μεγάλη ανεργία και μεγάλο έλλειμμα στο εμπόριο. Οι αλλαγές πιστώθηκαν στον Τουργκούτ Οζάλ που ήταν υπεύθυνος της οικονομικής πολιτικής και υποστήριξε το ΔΝΤ σε αντίθεση με τον Διευθυντή της Κεντρικής Τράπεζας που παραιτήθηκε.
Ο στρατηγικός στόχος του Οζάλ (μετέπειτα πρωθυπουργού από το 1983 ως το 1989 και προέδρου ως το 1992 της χώρας) ήταν να ενωθεί η Τουρκία με την παγκόσμια οικονομία. Έδωσε στις τουρκικές εταιρείες τη δυνατότητα να εμπορεύονται προϊόντα και υπηρεσίες παγκοσμίως.
Κατά την περίοδο 1980-1983, η συναλλαγματική ισοτιμία επιτράπηκε να κυμαίνονται ελεύθερα. Οι ξένες επενδύσεις ενθαρρύνθηκαν. Τα εθνικά ιδρύματα, που ξεκίνησαν από τις μεταρρυθμίσεις του Ατατούρκ, προωθήθηκαν ώστε να συμμετέχουν κοινές επιχειρήσεις με ξένα ιδρύματα.
Η εμπλοκή της κυβέρνησης στην οικονομία σε επίπεδο 85% πριν από το πραξικόπημα ανάγκασε τη μείωση της σχετικής σημασίας του κρατικού τομέα. Αμέσως μετά το πραξικόπημα, η Τουρκία αναζωογόνησε το Φράγμα Ατατούρκ και το Έργο Νοτιοανατολικής Ανατολίας, το οποίο ήταν ένα σχέδιο μεταρρύθμισης της γης που προωθήθηκε ως λύση στην υπανάπτυκτη Νοτιοανατολική Ανατολία.
Μετατράπηκε σε ένα πολυτομεακό πρόγραμμα κοινωνικής και οικονομικής ανάπτυξης, ένα πρόγραμμα βιώσιμης ανάπτυξης, για τα 9 εκατομμύρια ανθρώπους της περιοχής. Η κλειστή οικονομία, που παρήχθη μόνο για τις ανάγκες της Τουρκίας, επιδοτήθηκε για μια έντονη εξαγωγική κίνηση.
Το ΑΕΠ παρέμεινε πολύ χαμηλότερο από αυτό των περισσότερων χωρών της Μέσης Ανατολής και της Ευρώπης.
Η κυβέρνηση πάγωσε τους μισθούς, ενώ η οικονομία γνώρισε σημαντική μείωση του δημόσιου τομέα, αποπληθωριστική πολιτική και αρκετές διαδοχικές μίνι υποτιμήσεις
Το στρατιωτικό καθεστώς της Τουρκίας άφησε πίσω του και μια μαύρη λίστα με συλλήψεις, βασανισμούς κι εκτελέσεις.
Συγκέντρωσε μέλη τόσο της αριστεράς όσο και της δεξιάς για δίκη σε στρατοδικεία. Υπολογίζεται ότι κρατήθηκαν από 250 ως 650 χιλιάδες άτομα κι απ’ αυτούς οι 230 χιλιάδες δικάστηκαν, από 140 χιλιάδες αφαιρέθηκε η υπηκοότητα ενώ 50 εκτελέστηκαν.
Εκατοντάδες χιλιάδες άνθρωποι βασανίστηκαν και χιλιάδες εξαφανίστηκαν.
Υπολογίζεται ότι περίπου 1,7 εκατομμύρια άνθρωποι μπήκαν στη «μαύρη λίστα». Μεταξύ των διωκόμενων ήταν οι Ετσεβίτ, Ντεμιρέλ, Τουρκές και Ερμπακάν, οι οποίοι φυλακίστηκαν και τέθηκαν σε προσωρινή αναστολή από την πολιτική.
Αφού εκμεταλλεύτηκε τη δράση των Γκρίζων Λύκων, ο στρατηγός Κενάν Εβρέν φυλάκισε εκατοντάδες από αυτούς. Εκείνη την εποχή ήταν περίπου 1700 οργανώσεις Γκρίζων Λύκων στην Τουρκία, με περίπου 200 χιλιάδες εγγεγραμμένα μέλη και ένα εκατομμύριο συμπαθούντες
Μέσα σε τρία χρόνια οι στρατηγοί ψήφισαν περίπου 800 νόμους για να σχηματίσουν μια στρατιωτικά πειθαρχημένη κοινωνία.
Αποφάσισαν να υιοθετήσουν ένα νέο Σύνταγμα που περιλάμβανε μηχανισμούς για να αποτρέψουν αυτό που θεωρούσαν ότι εμποδίζει τη λειτουργία της δημοκρατίας.
Στις 29 Ιουνίου 1981 η στρατιωτική χούντα διόρισε 160 άτομα ως μέλη μιας συμβουλευτικής συνέλευσης για τη σύνταξη ενός νέου Συντάγματος. Το νέο Σύνταγμα έφερε σαφή όρια και ορισμούς, όπως για τον κανονισμό εκλογής του προέδρου, ο οποίος δηλώθηκε ως παράγοντας για το πραξικόπημα.
Στις 7 Νοεμβρίου 1982 το νέο σύνταγμα τέθηκε σε δημοψήφισμα, το οποίο έγινε δεκτό με το 92% των ψήφων. Στις 9 Νοεμβρίου 1982 ο Κενάν Εβρέν διορίστηκε Πρόεδρος για τα επόμενα επτά χρόνια.
Μετά την έγκριση με δημοψήφισμα του νέου Συντάγματος τον Ιούνιο του 1982, ο Κενάν Εβρέν διοργάνωσε γενικές εκλογές, που διεξήχθησαν στις 6 Νοεμβρίου 1983.
Το δημοψήφισμα και οι εκλογές δεν έγιναν σε ελεύθερο και ανταγωνιστικό πλαίσιο. Πολλοί πολιτικοί ηγέτες της προ-πραξικοπηματικής περιόδου είχαν αποκλειστεί από την πολιτική και όλα τα νέα κόμματα χρειαζόταν να λάβουν την έγκριση του Εθνικού Συμβουλίου Ασφαλείας για να συμμετάσχουν στις εκλογές.
Μόνο τρία κόμματα, δύο από τα οποία δημιουργήθηκαν στην πραγματικότητα από τη χούντα, επετράπη να διαγωνιστούν.
Ο Εβρέν και ο Γενικός Γραμματέας του Συμβουλίου Εθνικής Ασφάλειας, Χαϊντάρ Σαλτίκ ήταν οι ισχυροί άνδρες του καθεστώτος. Επικεφαλής της κυβέρνησης ήταν ένας απόστρατος ναύαρχος, ο Μπουλέντ Ουλουσού ενώ το σχήμα περιελάμβανε αρκετούς απόστρατους αξιωματικούς και λίγους δημοσίους υπαλλήλους.
Κάποιοι ισχυρίστηκαν ότι ο Σαλτίκ ετοίμαζε νέο πραξικόπημα και αυτό είχε ως αποτέλεσμα τη δράση άλλων στρατηγών που τον εξουδετέρωσαν!
Από τις εκλογές του 1983 προέκυψε η κυβέρνηση υπό το Κόμμα της Μητέρας Πατρίδας του Τουργκούτ Οζάλ.
Υποστήριζαν ότι προωθούσαν ένα νεοφιλελεύθερο οικονομικό πρόγραμμα με συντηρητικές κοινωνικές αξίες.
Η κυβέρνηση Οζάλ εξουσιοδότησε την αστυνομική δύναμη με δυνατότητες πληροφοριών για να αντιμετωπίσει τον Εθνικό Οργανισμό Πληροφοριών, ο οποίος εκείνη την εποχή διοικούνταν από τον στρατό. Η αστυνομική δύναμη ασχολήθηκε ακόμη και με τη συλλογή εξωτερικών πληροφοριών.
Όμως η ιστορία με το πραξικόπημα ακόμα δεν είχε τελειώσει.
Μετά το δημοψήφισμα του 2010 ξεκίνησε έρευνα σχετικά με το πραξικόπημα του ’80. Στον Κενάν Εβρέν διαβιβάστηκε ένα κατηγορητήριο και στις 4 Απριλίου του 2012 άρχισε το δικαστήριο.
Κατηγορούμενοι ήταν οι μοναδικοί επιζώντες (τότε) του πραξικοπήματος, ο Κενάν Εβρέν και ο στρατηγός Ταχσίν Σαχίνκαγια και στις 18 Ιουνίου 2014 καταδικάστηκαν σε ισόβια κάθειρξη. Κανείς τους δε μπήκε στη φυλακή αφού βρίσκονταν, σε προχωρημένη ηλικία πια, σε νοσοκομείο με σοβαρά προβλήματα υγείας. Τον Μάιο του 2015 πέθανε ο Εβρέν σε ηλικία 97 ετών και δύο μήνες αργότερα ο Σαχίνκαγια.
Κάπως έτσι έκλεισε οριστικά το κεφάλαιο του πραξικοπήματος του 1980 στην Τουρκία για το οποίο υπήρξαν καταγγελίες για εμπλοκή των ΗΠΑ.
Στο βιβλίο του («12 Σεπτεμβρίου: ‘Ωρα 04:00») ο δημοσιογράφος Μεχμέτ Αλί Μπιράντ έγραψε ότι μετά την ανατροπή της κυβέρνησης, ο σταθμάρχης της CIA στην Άγκυρα, Πολ Χέντζε επικοινώνησε με την Ουάσινγκτον λέγοντας στον πρόεδρο Κάρτερ: «Τα αγόρια μας το έκαναν». Αυτό πάντως το διέψευσε ο Χέντζε αλλά ο Μπιράντ απάντησε:
«Είναι αδύνατο για μένα να το κατασκεύασα, η αμερικανική υποστήριξη στο πραξικόπημα και η ατμόσφαιρα στην Ουάσιγκτον ήταν προς την ίδια κατεύθυνση. Ο Χέντζε μου είπε αυτά τα λόγια παρόλο που τώρα το αρνείται»
Παρουσίασε το υλικό μιας συνέντευξης με τον Χέντζε που καταγράφηκε το 1997 σύμφωνα με την οποία ένας διπλωμάτης (και όχι ο Χέντζε) είπε στον πρόεδρο Κάρτερ την παραπάνω φράση.