Σερβία- Κόσοβο: Η πυριτιδαποθήκη των Βαλκανίων και της Ευρώπης
Σειρήνες πολέμου ήχησαν και πάλι σε μια περιοχή που μπορεί ανά πάσα στιγμή να γίνει έκρηξη
Νίκος Μπουρλάκης Ένοπλες Δυνάμεις Εξοπλιστικά Γεωστρατηγική Διεθνή ViralΤο Κόσοβο είναι μια αμφισβητούμενη περιοχή στα Βαλκάνια και από πολλούς χαρακτηρίζεται ως η «πυριτιδαποθήκη» της Ευρώπης.
Ανά πόσα στιγμή μπορεί να γίνει το «μπαμ» στο Κόσοβο, που αυτή τη στιγμή είναι αναγνωρισμένο ως ανεξάρτητο κράτος από 98 χώρες-μέλη του ΟΗΕ, ανάμεσά τους οι ΗΠΑ, η Μεγάλη Βρετανία, η Ιταλία, η Γαλλία και η Γερμανία ενώ κάποιες άλλες, όπως η Ρωσία, η Κίνα και η Ελλάδα θεωρούν παράνομη την απόσχισή του από την Σερβία.
Από το 1999 η περιοχή βρισκόταν υπό την προσωρινή διοίκηση του ΟΗΕ και τη στρατιωτική προστασία του ΝΑΤΟ ενώ το 2008 κήρυξε μονομερώς την ανεξαρτησία από την Σερβία με το όνομα Δημοκρατία του Κοσόβου.
Οι Σέρβοι δεν το αποδέχτηκαν και προσέφυγαν στον ΟΗΕ.
Η Γενική Συνέλευση του ΟΗΕ ενέκρινε στις 8 Οκτωβρίου του 2008 το αίτημα της Σερβίας να παραπέμψει στο Διεθνές Δικαστήριο της Χάγης το ζήτημα της μονομερούς απόφασης του Κοσσυφοπεδίου να κηρύξει την ανεξαρτησία του.
Το 2010 το διεθνές δικαστήριο αποφάσισε ότι η ανεξαρτησία του Κοσόβου δεν παραβίασε το διεθνές δίκαιο και απέρριψε τις διεκδικήσεις της Σερβίας για το ότι το Κόσοβο παραβίασε την εδαφική της ακεραιότητα.
Έτσι η ηγεσία του Κοσόβου υποστήριξε πως δεν υπάρχει καμία αμφιβολία για την ανεξαρτησία του και κάλεσε το Βελιγράδι για την αναγνώριση του το οποίο και αρνήθηκε πάρα την απόφαση του δικαστηρίου!
Από τις 19 Απριλίου 2013 οι δύο χώρες συνήψαν συμφωνία στις Βρυξέλλες, η οποία καταρτίστηκε υπό την αιγίδα της ΕΕ. Στη συμφωνία προβλέπεται ένας ορισμένος βαθμός αυτονομίας για τους Σέρβους του βορείου Κοσόβου, με υπαγωγή τους όμως στην Πρίστινα, Ενώ Βελιγράδι και Πρίστινα συμφώνησαν πως καμία από τις δύο χώρες δε θα έχει δικαίωμα βέτο σε πιθανή ένταξη μιας από τις δύο χώρες σε διεθνή οργανισμό, όπως το ΝΑΤΟ ή η ΕΕ. Παρά τη συμφωνία η Σερβία δεν αναγνωρίζει την αποσχισθείσα περιοχή ως ανεξάρτητη.
Το Κόσοβο έχει έκταση 10.905 τετραγωνικά χιλιόμετρα και βρίσκεται ανάμεσα σε Μαυροβούνιο, Σερβία, Αλβανία και Βόρεια Μακεδονία. Ο πληθυσμός του είναι περίπου 1,7 εκατομμύρια κάτοικοι με το 92% να είναι Αλβανοί, το 7% Σέρβοι και 1% να μοιράζεται σε άλλες εθνότητες.
Οι εντάσεις είναι συνεχείς στην περιοχή. Η σύγχρονη αλβανοσερβική σύγκρουση έχει τις ρίζες της στον 190 αιώνα και συγκεκριμένα στην εκδίωξη των Αλβανών (1877-1878) από τις περιοχές που ενσωματώθηκαν στο τότε Πριγκιπάτο της Σερβίας.
Οι εντάσεις μεταξύ της σερβικής και της αλβανικής κοινότητας στο Κόσοβο σιγόβραζαν καθ ‘όλο τον 20ό αιώνα και κατά καιρούς εκδηλώνονταν με μεγάλη βιαιότητα, ιδιαίτερα κατά τον Α΄ Βαλκανικό (1912–13), τον Α ‘Παγκόσμιο (1914-18) και το Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο (1939-1945)
Μετά το 1945 ο Τίτο κατέστειλε συστηματικά όλες τις εκδηλώσεις εθνικισμού στην τότε ενωμένη Γιουγκοσλαβία επιδιώκοντας να διασφαλίσει ότι καμία δημοκρατία ή εθνικότητα δεν θα αποκρούσε κυριαρχία επί των άλλων.
Ειδικότερα ο Τίτο αδυνάτισε την ισχύ της Σερβίας – της μεγαλύτερης και πολυπληθέστερης δημοκρατίας – με την ίδρυση αυτόνομων κυβερνήσεων στις Σερβικές επαρχίες της Βοϊβοντίνα στα βόρεια και του Κοσόβου και Μετόχια στο νότο. Τα σύνορα του Κοσόβου δεν συνέπιπταν ακριβώς με τις περιοχές εγκατάστασης των Αλβανών στη Γιουγκοσλαβία.
Με το Σύνταγμα της Γιουγκοσλαβίας το 1945 η επίσημη αυτονομία στο Κόσοβο δε σήμαινε και πολλά πράγματα.
Η μυστική αστυνομία κατάφερε σκληρά πλήγματα στους εθνικιστές και το 1956 πολλοί Αλβανοί προσήχθησαν σε δίκη στο Κόσοβο με την κατηγορία της κατασκοπίας και της πρόθεσης για εκτροπή.
Η απειλή της απόσχισης ήταν στην πραγματικότητα ελάχιστη, καθώς οι λίγες μυστικές ομάδες που είχαν στόχο την ένωση με την Αλβανία είχαν μικρή πολιτική σημασία. Ωστόσο οι μακροπρόθεσμες επιπτώσεις τους έγιναν ουσιαστικές, καθώς ορισμένες – ιδιαίτερα το Επαναστατικό Κίνημα για την Αλβανική Ενότητα, που ιδρύθηκε από τον Αντέμ Ντεμάτσι – θα αποτελούσαν τελικά τον πολιτικό πυρήνα του Απελευθερωτικού Στρατού του Κοσσυφοπεδίου (που ιδρύθηκε το 1990). Ο ίδιος ο Ντεμάτσι φυλακίστηκε το 1964 μαζί με πολλούς από τους οπαδούς του.
Το 1969 η Γιουγκοσλαβία πέρασε περίοδο μεγάλης οικονομικής κρίσης με το χάσμα του πλούσιου βορρά και του φτωχικού νότου να μεγαλώνει. Οι φοιτητικές διαδηλώσεις στο Βελιγράδι εξαπλώθηκαν και στο Κόσοβο όμως οι γιουγκοσλαβικές δυνάμεις κατέστειλαν κάθε αντίδραση.
Πάντως ο Τίτο αποδέχθηκε κάποια αιτήματα των φοιτητών στην Πρίστινα: Ιδιαίτερα τα δικαιώματα εκπροσώπησης για τους Αλβανούς τόσο στα σερβικά όσο και τα γιουγκοσλαβικά κρατικά όργανα και ευρύτερη αναγνώριση της Αλβανικής γλώσσας.
Το 1970 ιδρύθηκε το Πανεπιστήμιο της Πρίστινα ως ανεξάρτητο ίδρυμα, θέτοντας τέρμα σε μια μακρά περίοδο που αποτελούσε παράρτημα του Πανεπιστημίου του Βελιγραδίου. Η έλλειψη εκπαιδευτικού υλικού στην αλβανική γλώσσα στη Γιουγκοσλαβία δυσχέραινε την αλβανική εκπαίδευση στο Κόσοβο, έτσι συνήφθη συμφωνία με την ίδια την Αλβανία για την προμήθεια σχολικών βιβλίων.
Το 1969 η Σερβική Ορθόδοξη Εκκλησία έδωσε εντολή στον κλήρο της να συγκεντρώσει στοιχεία για τα συνεχιζόμενα προβλήματα των Σέρβων στο Κόσοβο, επιδιώκοντας να πιέσει την κυβέρνηση στο Βελιγράδι να κάνει περισσότερα για να προστατεύσει τα συμφέροντα των εκεί Σέρβων .
Το 1974 το πολιτικό καθεστώς του Κοσόβου αναβαθμίστηκε περαιτέρω όταν ένα νέο γιουγκοσλαβικό σύνταγμα χορήγησε διευρυμένο σύνολο πολιτικών δικαιωμάτων. Μαζί με τη Βοϊβοντίνα, το Κόσοβο ανακηρύχθηκε επαρχία και απέκτησε πολλές από τις εξουσίες μιας πλήρους δημοκρατίας: Έδρα στην ομοσπονδιακή προεδρία και δική του συνέλευση, αστυνομία και κεντρική τράπεζα
Ο θάνατος του Τίτο το 1980 εγκαινίασε μια μακρά περίοδο πολιτικής αστάθειας που επιδεινώθηκε από την οικονομική κρίση και την εθνικιστική αναταραχή.
Το 1981 έγιναν μαζικές διαδηλώσεις σε όλες τις πόλεις της επαρχίας του Κοσόβου και η προεδρία της Γιουγκοσλαβίας κήρυξε κατάσταση έκτακτης ανάγκης, στέλνοντας στρατό και αστυνομία. Τα θύματα ήταν πολλά.
Η έντονη παρουσία της μυστικής αστυνομίας, που ήταν από τον έλεγχο σκληροπυρηνικών κομμουνιστών κατάφερνε την καταστολή κάθε αντίδρασης. Σύμφωνα με αμερικανικές πηγές περισσότεροι από 580.000 κάτοικοι του Κοσσυφοπεδίου συνελήφθησαν, ανακρίθηκαν και φυλακίστηκαν .
Χιλιάδες από αυτούς έχασαν τη δουλειά τους ή εκδιώχθηκαν από τα εκπαιδευτικά τους ιδρύματα. Κατά τη διάρκεια αυτής της περιόδου η ένταση μεταξύ της Αλβανικής και της Σερβικής κοινότητας εξακολούθησε να κλιμακώνεται.
Το 1982 μια ομάδα ιερέων από την Σερβία άρχισε καμπάνια ενάντια στην καταστροφή, τον εμπρησμό και την σύληση ιερών προσκυνημάτων του Κοσόβου. Και η συνεχιζόμενη οικονομική κρίση έκανε το Κόσοβο να μην είναι καλή επιλογή για τους Σέρβους που αναζητούσαν δουλειά.
Το 1981 αναφέρθηκε ότι περίπου 4 χιλιάδες Σέρβοι μετακόμισαν από το Κόσοβο στην κεντρική Σερβία μετά τις ταραχές των Αλβανών της περιοχής τον Μάρτιο, που είχαν ως αποτέλεσμα αρκετούς θανάτους Σέρβων και τη βεβήλωση Σερβικών Ορθόδοξων εκκλησιών, μοναστηριών και νεκροταφείων
Η Σερβία αντέδρασε με ένα σχέδιο για τη μείωση της εξουσίας των Αλβανών στην επαρχία και μια προπαγανδιστική εκστρατεία που υποστήριζε ότι οι Σέρβοι απομακρύνθηκαν από την επαρχία κυρίως λόγω του αυξανόμενο αλβανικού πληθυσμού και όχι της κακής κατάστασης της οικονομίας.
Υπολογίζεται ότι 33 εθνικιστικοί σχηματισμοί διαλύθηκαν από τη Γιουγκοσλαβική αστυνομία, που καταδίκασε περίπου 280 άτομα (επίσης σε 800 επέβαλε πρόστιμα και 100 ανέκρινε) και κατάσχεσε κρυμμένα όπλα και προπαγανδιστικό υλικό.
Το 1987 οι ταραχές γίνονταν περισσότερο έντονες καθώς αυξανόταν ο αλβανικός εθνικισμός στην περιοχή. Οι Σέρβοι πολιτικοί τα έβαζαν με όσους επιθυμούσαν ήρεμη λύση στο Κόσοβο ενώ άλλοι (όπως ο Σλόμπονταν Μιλόσεβιτς) βάσιζαν όλη τους τη διαδρομή σε στρατηγική αντιπαράθεσης με τους Αλβανούς της περιοχής.
Η Σερβική Ακαδημία Επιστημών και Τεχνών σε έρευνά της ανάφερε ότι ένας σημαντικός αριθμός Σέρβων είχε αποχωρήσει από το Κόσοβο εξαιτίας των πιέσεων των Αλβανών!
Μάλιστα σε απόρρητο έγγραφο οι Σέρβοι υποστήριζαν ότι 200 χιλιάδες συμπατριώτες τους είχαν εγκαταλείψει βίαια την περιοχή την τελευταία 20ετία.
Οι αποσχιστικές τάσεις των Αλβανών στο Κόσοβο δε σταμάτησαν κι αντίθετα εντάθηκαν στις συνταγματικές τροποποιήσεις που επέβαλλαν οι Σέρβοι.
Ο Ιμπραήμ Ρουγκόβα, πρώτος πρόεδρος της Δημοκρατίας του Κοσόβου, προσπάθησε να διατηρήσει την ειρήνη στην περιοχή αλλά αυτή η πολιτική «παθητικής αντίστασης» δεν έγινε δεκτή με ενθουσιασμό από τους Αλβανούς της περιοχής. Κι αυτό αποδεικνύεται από την εμφάνιση του Απελευθερωτικού Στρατού του Κοσόβου, του γνωστού UCK.
Από το 1996 και μετά ο UCK ανέλαβε δράση με επιθέσεις σε σερβικούς στόχους μέσα στο Κόσοβο κι όπως φάνηκε στην πορεία δεν είχε μόνο στόχο τον τερματισμό της καταστολής των Σέρβων. Αλλά κυρίως την ίδρυση της Μεγάλης Αλβανίας με εδάφη από την Βόρεια Μακεδονία, το Μαυροβούνιο και το νότιο τμήμα της Σερβίας.
Ο Ρουγκόβα είχε υποσχεθεί ότι θα προστάτευε τα μειονοτικά δικαιώματα των Σέρβων στο Κόσοβο αλλά προφανώς δεν είχε ρωτήσει τον UCΚ που είχε άλλη άποψη. Το χάος στην Αλβανία το 1997 με την πτώση του Μπερίσα, οδήγησε σε λεηλασία των αποθηκών στρατιωτικού υλικού κι ενίσχυσε το οπλοστάσιο του UCK.
Οι Σέρβοι απάντησαν στις επιθέσεις σκοτώνοντας 16 Αλβανούς του UCK στο Τσίρεζ ενώ οι μάχες επικεντρώθηκαν στην κοιλάδα της Ντρένιτσα.
Εκεί έγινε η πρώτη σφαγή Αλβανών ανάμεσα στους οποίους ήταν και ο Αντέμ Γιασάρι, ιδρυτικό στέλεχος του UCK. Συνολικά σκοτώθηκαν 60 Αλβανοί εκ των οποίων 18 γυναίκες και 10 παιδιά κάτω των 16 ετών.
Ο πρόεδρος Μιλόσεβιτς κατέληξε σε συμφωνία με το Μπόρις Γιέλτσιν της Ρωσίας να σταματήσει τις επιθετικές επιχειρήσεις και να προετοιμαστεί για συνομιλίες με τους Αλβανούς, που αρνούνταν να συνομιλήσουν με τη σερβική πλευρά καθ ‘όλη τη διάρκεια της κρίσης, αλλά θα μιλούσαν με τη Γιουγκοσλαβική κυβέρνηση.
Οι ΗΠΑ ήταν ανοιχτά με τον UCK και μάλιστα απαίτησαν από τους Σέρβους να υπάρξει κατάπαυση του πυρός, αλλά μόνο από την πλευρά τους! Οι Αλβανοί συνέχιζαν την προέλασή τους και η κατάσταση παρέμενε έκρυθμη.
Στο τέλος Ιανουαρίου του 1999 κι ενώ στο Κόσοβο έχουν διαδραματιστεί σφαγές που αποτελούν ντροπή για την ανθρωπότητα, άρχισαν οι πρώτες διαδικασίες για ειρήνη στην περιοχή.
Η πρώτη φάση των διαπραγματεύσεων ήταν επιτυχής. Συγκεκριμένα στις 23 Φεβρουαρίου 1999 οι συμπρόεδροι της Ομάδας Επαφής εξέδωσαν μία ανακοίνωση ότι οι διαπραγματεύσεις «κατέληξαν σε συναίνεση για ουσιαστική αυτονομία για το Κοσσυφοπέδιο, συμπεριλαμβανομένων των μηχανισμών για ελεύθερες και δίκαιες εκλογές σε δημοκρατικούς θεσμούς, για τη διακυβέρνηση του Κοσόβου , για την προστασία των ανθρωπίνων δικαιωμάτων και των δικαιωμάτων των μελών των εθνικών κοινοτήτων και για την καθιέρωση ενός δίκαιου δικαστικού συστήματος »
Ενώ οι συμφωνίες δεν ικανοποιούσαν πλήρως τους Αλβανούς, ήταν υπερβολικά ριζοσπαστικές για τους Γιουγκοσλάβους, που απάντησαν αντιπροτείνοντας ένα δραστικά αναθεωρημένο κείμενο, που ακόμη και η Ρωσία θεώρησε απαράδεκτη.
Επιδίωκε να ανοίξει εκ νέου το ήδη επιμελώς διαπραγματευθέν πολιτικό καθεστώς του Κοσόβου και αφαιρούσε όλα τα προτεινόμενα μέτρα εφαρμογής. Μεταξύ πολλών άλλων αλλαγών στην προτεινόμενη νέα εκδοχή απάλειψε ολόκληρο το κεφάλαιο για την ανθρωπιστική βοήθεια και την ανοικοδόμηση, απέσυρε ουσιαστικά όλη τη διεθνή εποπτεία και απέρριψε οποιαδήποτε αναφορά στη «θέληση του λαού του Κοσόβου» για τον καθορισμό του τελικού καθεστώτος της επαρχίας.
Στις 18 Μαρτίου 1999 η Αλβανική, η Αμερικανική και η Βρετανική αντιπροσωπεία υπέγραψαν τη γνωστή ως Συμφωνία του Ραμπουγέ, ενώ οι αντιπροσωπείες της Γιουγκοσλαβίας και της Ρωσίας αρνήθηκαν.
Η συμφωνία προέβλεπε τη διοίκηση του Κοσόβου από το ΝΑΤΟ ως αυτόνομης επαρχία εντός της Γιουγκοσλαβίας, με μια δύναμη 30.000 στρατευμάτων για τη διατήρηση της τάξης στην περιοχή, με ανεμπόδιστο δικαίωμα διέλευσης των στρατευμάτων του ΝΑΤΟ στη Γιουγκοσλαβική επικράτεια, συμπεριλαμβανομένου του Κοσόβου,.
Επέτρεπε επίσης τη συνέχιση της παρουσίας 1.500 ανδρών του Γιουγκοσλαβικού στρατού για την επιτήρηση των συνόρων, που θα υποστηριζόταν από 1.000 στρατιώτες για την εκτέλεση λειτουργιών διοίκησης και υποστήριξης.
Καθώς επίσης και ένα μικρό αριθμό συνοριακής αστυνομίας, 2.500 για σκοπούς δημόσιας ασφάλειας (αν και αυτοί αναμενόταν να μειωθούν και να μετασχηματιστούν) και 3.000 τοπικής αστυνομίας.
Οι Σέρβοι απάντησαν ότι αυτή η συμφωνία αποτελούσε απαράδεκτη παραβίαση της κυριαρχίας της.
Πλέον αυτή η κατάσταση οδήγησε στους Νατοϊκούς βομβαρδισμούς στη Σερβία. Στις 23 Μαρτίου η Σερβική συνέλευση έκανε δεκτή την αρχή της αυτονομίας για το Κοσσυφοπέδιο, καθώς και τις μη στρατιωτικές πτυχές της συμφωνίας, αλλά απέρριψε την παρουσία στρατευμάτων του ΝΑΤΟ
Από τις 24 Μαρτίου ως τις 11 Ιουνίου το ΝΑΤΟ βομβάρδιζε την Σερβία ενώ από τα μέλη της Συμμαχίας μόνο η Ελλάδα δε συμμετείχε στους βομβαρδισμούς.
Κατά τη διάρκεια των δέκα εβδομάδων της σύγκρουσης, τα αεροσκάφη του ΝΑΤΟ πραγματοποίησαν πάνω από 38.000 μαχητικές αποστολές.
Στις αρχές Μαΐου ένα αεροσκάφος του ΝΑΤΟ επιτέθηκε σε μια φάλαγγα Αλβανών προσφύγων, πιστεύοντας ότι ήταν γιουγκοσλαβική στρατιωτική φάλαγγα, σκοτώνοντας περίπου 50 άτομα. Το ΝΑΤΟ αναγνώρισε το λάθος του πέντε ημέρες αργότερα και οι Γιουγκοσλάβοι το κατηγόρησαν ότι σκόπιμα επιτέθηκε στους πρόσφυγες.
Οι Ηνωμένες Πολιτείες και το ΝΑΤΟ εξέφρασαν συγγνώμη για το βομβαρδισμό, λέγοντας ότι συνέβησαν λόγω ενός παλιού χάρτη που παρείχε η CIA
Στις αρχές Απριλίου, η σύγκρουση εμφανίστηκε λίγο πιο κοντά σε μια επίλυση και οι χώρες του ΝΑΤΟ άρχισαν να μελετούν σοβαρά τη διεξαγωγή χερσαίων επιχειρήσεων στο Κόσοβο. Ο Βρετανός πρωθυπουργός Τόνι Μπλερ υποστήριζε έντονα τις χερσαίες δυνάμεις και πίεζε τις Ηνωμένες Πολιτείες να συμφωνήσουν.
Η πιεστική στάση του προκάλεσε μάλλον συναγερμό στην Ουάσιγκτον, καθώς οι Αμερικανικές δυνάμεις θα είχαν τη μεγαλύτερη συμβολή σε οποιαδήποτε επίθεση.
Ο Αμερικανός πρόεδρος Μπιλ Κλίντον ήταν εξαιρετικά απρόθυμος να εμπλέξει Αμερικανικές δυνάμεις σε χερσαία επίθεση. Αντ ‘αυτού ο Κλίντον ενέκρινε μια επιχείρηση της CIA να εξετάσει μεθόδους αποσταθεροποίησης της Γιουγκοσλαβικής κυβέρνησης χωρίς την εκπαίδευση στρατευμάτων του UCK
Ταυτόχρονα οι Φινλανδοί και οι Ρώσοι διπλωματικοί διαπραγματευτές συνέχισαν να προσπαθούν να πείσουν το Μιλόσεβιτς να υποχωρήσει. Ο Τόνι Μπλερ θα διέταζε 50.000 Βρετανούς στρατιώτες να προετοιμαστούν για χερσαία επίθεση: το μεγαλύτερο μέρος του διαθέσιμου Βρετανικού Στρατού
Ο Μιλόσεβιτς αναγνώρισε τελικά ότι η Ρωσία δεν θα επενέβαινε για να υπερασπιστεί τη Γιουγκοσλαβία, παρά την έντονη αντινατοϊκή ρητορική της Μόσχας.
Έτσι αποδέχτηκε τους όρους που προσέφερε μια φινλανδορωσική ομάδα διαμεσολάβησης και συμφώνησε σε μια στρατιωτική παρουσία στο Κοσσυφοπέδιο με επικεφαλής τον ΟΗΕ, που όμως θα ενσωμάτωνε τα στρατεύματα του ΝΑΤΟ.
Στις 12 Ιουνίου, μετά την αποδοχή των όρων από το Μιλόσεβιτς, η ειρηνευτική Δύναμη του Κοσσυφοπεδίου (KFOR) υπό την ηγεσία του ΝΑΤΟ άρχισε να εισέρχεται στο Κόσοβο. Η KFOR ήταν προετοιμασμένη να διεξάγει πολεμικές επιχειρήσεις, αλλά τελικά η αποστολή της ήταν μόνο η διατήρηση της ειρήνης.
Κατά την αρχική εισβολή οι Αμερικανοί στρατιώτες καλωσορίστηκαν από τους Αλβανούς που επευφημούσαν και έριχναν λουλούδια, καθώς οι Αμερικανοί στρατιώτες και η KFOR περνούσαν μέσα από τα χωριά τους.
Η ένταση δε σταμάτησε ποτέ.
Οι απώλειες ήταν μεγάλες. Η μαύρη λίστα έχει ως εξής
Τον Ιούνιο του 2000 ο Ερυθρός Σταυρός ανέφερε ότι 3.368 πολίτες (κυρίως Αλβανοί του Κοσσυφοπεδίου, αλλά και αρκετές εκατοντάδες Σέρβοι και Ρομά) εξακολουθούσαν να αγνοούνται, σχεδόν ένα χρόνο μετά τη σύγκρουση, οι περισσότεροι από τους οποίους κατέληξε να θεωρηθούν «νεκροί».
Σύμφωνα με το ενημερωμένο το 2015 Βιβλίο Μνήμης του Κοσσυφοπεδίου υπήρξαν 13.535 νεκροί ή αγνοούμενοι στο Κοσσυφοπέδιο κατά τη διάρκεια της σύγκρουσης, από την 1η Ιανουαρίου 1998 μέχρι το Δεκέμβριο του 2000.
Από αυτούς 10.812 ήταν Αλβανοί, 2.197 Σέρβοι και 526 Ρομά, Βόσνιοι, Μαυροβούνιοι και άλλοι. Από αυτούς 10.317 ήταν άμαχοι, εκ των οποίων 8.676 ήταν Αλβανοί, 1.196 Σέρβοι και 445 Ρομά και άλλοι. Οι υπόλοιπα 3.218 ήταν εμπόλεμοι, συμπεριλαμβανομένων 2.131 μελών του UCK, 1.084 μέλη Σερβικών δυνάμεων και 3 μέλη της KFOR.
Από τις αεροπορικές επιθέσεις του ΝΑΤΟ προκλήθηκαν απώλειες 5.700 αμάχων σύμφωνα με τους Σέρβους.
Σε ό,τι αφορά στους άμαχους νεκρούς από τις γιουγκοσλαβικές δυνάμεις εκτιμάται ότι 800.000 Αλβανοί του Κοσσυφοπεδίου διέφυγαν και περίπου 7.000 ως 9.000 σκοτώθηκαν, σύμφωνα με τους New York Times!
Όσο για τους ομαδικούς τάφους;
Το 2001 οχτακόσια ακόμη μη αναγνωρισμένα πτώματα βρέθηκαν σε λάκκους σε εκπαιδευτικό κέντρο της αστυνομίας λίγο έξω από το Βελιγράδι και στην ανατολική Σερβία.
Τουλάχιστον 700 σώματα αποκαλύφθηκαν σε ένα μαζικό τάφο που βρίσκεται μέσα σε ένα ειδικό συγκρότημα αντιτρομοκρατικής μονάδας της αστυνομίας στο προάστιο Μπατάνιτσα του Βελιγραδίου.
77 πτώματα βρέθηκαν στο χωριό Πέτροβο Σέλο της ανατολικής Σερβίας.
50 άτομα βρέθηκαν κοντά στο χωριό Πέρουτσατς της δυτικής Σερβίας
Εν κατακλείδι: Ο πόλεμος του Κοσόβου είχε αρκετές σημαντικές στρατιωτικές και πολιτικές συνέπειες. Το καθεστώς όμως παραμένει άλυτο
ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΕΠΙΣΗΣ
Κίνα- Ταϊβάν: Εύθραυστη ισορροπία και μόνιμα «μυρίζει μπαρούτι»
Το Μαύρο ’97: Η ταπεινωτική συνθηκολόγηση για την Ελλάδα, οι Τούρκοι έφτασαν μια ανάσα από την Αθήνα
Κοινωνία των Εθνών: Ο πρόδρομος του ΟΗΕ που απέτυχε και διαλύθηκε μετά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο